8. Μπορούν οι πανδημίες να προβλεφθούν;

Ο σχεδιασμός και η προετοιμασία για τις πανδημίες είναι έργο που θα έπρεπε να εκτελείται από τις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς. Ο ΠΟΥ καταρτίζει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές, παρόλο που δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα που να εφαρμόζεται παγκοσμίως για να εξετάζεται ο βαθμός προετοιμασίας των διάφορων χωρών για τις επιδημίες ή να εκτιμάται η ικανότητά τους για ταχεία ανταπόκριση.

Η πανδημία COVID-19 αποκάλυψε ότι τα υγειονομικά συστήματα πολλών πλούσιων χωρών δεν ήταν προετοιμασμένα και καταβλήθηκαν πλήρως εξαιτίας της έλλειψης εξοπλισμού εντατικής θεραπείας, κλινών και άλλων ιατρικών αναγκών. Πράγματι, ελλείψεις αναμένονταν ακόμα νωρίτερα στην πανδημία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησαν για τον κίνδυνο των πανδημιών κατά τις δεκαετίες 2000 και του 2010, ιδίως μετά την έξαρση του SARS του 2002—2004. Το 2018 ο ΠΟΥ δημιούργησε τον όρο Νόσος Χ, ο οποίος «δηλώνει τη γνώση ότι μια σοβαρή διεθνής επιδημία θα μπορούσε να προκληθεί από παθογόνο το οποίο επί του παρόντος δεν είναι γνωστό ότι μπορεί να προκαλέσει ανθρώπινη νόσο» προκειμένου να επικεντρώσει την έρευνα και την ανάπτυξη σε πιθανούς υποψήφιους για την επόμενη άγνωστη πανδημία. Οι διεθνείς διαχωρισμοί και η έλλειψη κατάλληλης συνεργασίας περιορίζουν την ετοιμότητα.

Αρκετοί οργανισμοί έχουν ασχοληθεί επί χρόνια με την προετοιμασία του πλανήτη για επιδημίες και πανδημίες προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα σχετικά με τις αναδυόμενες επιδημικές νόσους όπως η νόσος COVID-19, η οποία θα διευκόλυνε την ταχεία ανάπτυξη εμβολίου και την έρευνα για την ανοσία με σκοπό την αντιμετώπιση των εξάρσεων. Εδώ και αρκετούς αιώνες οι επιστήμονες βελτιώνονται ολοένα και περισσότερο στην ερμηνεία πολλών πτυχών του κόσμου μας, συμπεριλαμβανομένων της τροχιάς των πλανητών, του φαινόμενος της παλίρροιας και της πορείας των τυφώνων. Η ικανότητα να κατανοούμε επαρκώς τα φυσικά και τα υλικά συστήματα ώστε να προβαίνουμε σε ακριβείς προβλέψεις είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας.

Ωστόσο, υπάρχουν όρια στην πρόβλεψη της επόμενης έξαρσης νόσου, καθώς οι σημαντικότερες μεταβλητές μπορεί να αλλάξουν σημαντικά από τη μια έξαρση στην άλλη.

 

Η λοιμώδης νόσος προκαλείται από μεταδιδόμενο παθογόνο. Η μολυσματικότητα της εν λόγω νόσου μπορεί να συνοψιστεί σε έναν αριθμό που καλείται «βασικός ρυθμός αναπαραγωγής» ή R0 ο οποίος περιγράφει το πιθανό εύρος εξάπλωσης του παθογόνου σε δεδομένο πληθυσμό.

Αν οι επιδημιολόγοι γνωρίζουν αρκετά για τον R0 του παθογόνου, προσδοκάται ότι μπορούν να προβλέψουν πτυχές της επόμενης έξαρσής του – και πιθανόν να αποτρέψουν τη μετατροπή εξάρσεων μικρής κλίμακας σε επιδημίες μεγάλης κλίμακας. Θα μπορούσαν να το επιτύχουν με κινητοποίηση πόρων σε περιοχές όπου τα παθογόνα έχουν ιδιαίτερα υψηλές τιμές R0 ή με τον περιορισμό της αλληλεπίδρασης των φορέων της νόσου και των πιο ευαίσθητων μελών μιας κοινωνίας, συνήθως των παιδιών και των ηλικιωμένων.

Τα χαρακτηριστικά της επιδημίας – η μεταδοτικότητα του παθογόνου, ο ρυθμός μετάδοσης, η διαθεσιμότητα εμβολίων κ.ο.κ., μεταβάλλονται ραγδαία κατά τη διάρκεια μιας μεμονωμένης έξαρσης. Οι επιδημίες συχνά δεν συνιστούν συγκεκριμένα φαινόμενα αλλά σύνολο σεναρίων στο οποίο πολλές μεταβλητές διαδραματίζουν ουσιώδη αλλά μεταβαλλόμενο ρόλο. Δεν υπάρχει κάποια βαθύτερη αλήθεια σχετικά με τις νόσους – μόνο μια ασταθής συλλογή λεπτομερειών που διαφοροποιούνται, και συχνά περιπλέκονται, όσο η νόσος εξαπλώνεται.

Η επιτήρηση των νοσημάτων παραμένει ένας σημαντικός τομέας της επιστήμης. Η προσεκτική εξέταση για μοναδικές συνθήκες που προκαλούν εξάρσεις και η προσεκτικότερη συλλογή δεδομένων μπορούν να σώσουν αναρίθμητες ζωές.